Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Οι Θολωτοί Τάφοι των Μυκηνών

Οι Μυκήνες αποτελούν το σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της Πελοποννήσου και έναν από τους πιο σημαντικούς της Ελλάδας, γνωστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Oι Mυκήνες ήταν κατοικημένες από το 2.500 π.X. Η λαμπρότερη όμως εποχή της ιστορίας και της ακμής τους συμπίπτει με την Ύστερη Εποχή του Xαλκού από το 1600 μέχρι το 1110 π.X. περίπου. Στην περίοδο αυτή αντιστοιχούν και τα περισσότερα ορατά μέχρι σήμερα οικοδομικά λείψανα.

O λόφος των Mυκηνών, που έχει υψόμετρο 280 περίπου μέτρα από τη θάλασσα, καλύπτει μία έκταση 30 περίπου στρεμμάτων, που περικλείεται από κυκλώπεια τείχη, τα οποία ακολουθούν ουσιαστικά το φυσικό σχηματισμό του λόφου. Tο μέσο πάχος των τειχών είναι 5,20 περίπου μέτρα, ενώ το αρχικό ύψος τους υπολογίζεται στα 12 μέτρα. Το τείχος αρχικά ήταν κτισμένο με ακανόνιστους και ακατέργαστους ογκόλιθους και τα κενά, που σχηματίζονταν μεταξύ των ογκόλιθων, τα γέμιζαν με μικρότερες πέτρες και πηλό. Αργότερα προστέθηκαν τμήματα χτισμένα με ακανόνιστους λίθους, που εφάπτονται μεταξύ τους χωρίς να αφήνουν κενά, και στην τελευταία φάση χτίζονται με πελεκημένους ογκόλιθους σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, που εφάπτονται αρμονικά μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό σημείο, όπου μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα και τις τρεις τεχνικές κατασκευής των μυκηναϊκών τειχών, είναι το τμήμα του τείχους νοτιοδυτικά της Πύλης των Λεόντων.




Τείχη Μυκηνών

Η αρχαία πόλη των Μυκηνών ήταν χτισμένη σε σπουδαίο στρατηγικό σημείο μεταξύ δυο κορυφών, του προφήτη Ηλία και της Σάρας, που εποπτεύει τη σπουδαιότερη οδική αρτηρία μεταξύ Άργους, Φλειούντα, Νεμέας, Κλεωνών και Κορίνθου, η οποία περνούσε από τους δυτικούς πρόποδες του λόφου.


Μυκήνες – Porta di Micene, λιθογραφία, αρχές 19ου αιώνα

Ιδρυτής των Μυκηνών ήταν ο Περσέας, ο οποίος ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης (μύκης = θήκη) του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκάλυψε μια πηγή με άφθονο νερό, την Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός μύκητα (μύκης = μανιτάρι). Άλλοι θεωρούν ότι η ετυμολογία της λέξης Μυκήνες προέρχεται από τη λέξη μυχός (= το πιο βαθύ και εσωτερικό σημείο ενός πράγματος, μιας τοποθεσίας, κλπ) και προσδιορίζει τη φυσική της θέση. Αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν το όνομα Μυκήνες στην ηρωίδα Μυκήνη, κόρη του Ινάχου, μυθολογικού βασιλιά του Άργους. Τέλος κάποιοι γλωσσολόγοι τη συσχετίζουν με το τοπωνύμιο Μυκαλησσός και Μύκαλη, τα οποία θεωρούνται προελληνικά.Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση τον ιδρυτή των Μυκηνών Περσέα (γιο του Δία και της Δανάης) διαδέχτηκαν στο θρόνο ο γιος του Σθένελος και ύστερα ο Ευρυσθέας, γνωστός από τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο σκότωσε ο γιος του Ηρακλή, ο Ύλλος. Έτσι τη δυναστεία των Περσειδών διαδέχτηκε η δυναστεία των Πελοπιδών. Απόγονος της δυναστείας αυτής ήταν ο Ατρέας, πατέρας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου και ιδρυτής της γενιάς των Ατρειδών. Στα χρόνια της βασιλείας του Αγαμέμνονα, που ήταν αδελφός του Μενέλαου - βασιλιά της Σπάρτης- και αρχηγός της εκστρατείας στη Τροία, το κράτος των Μυκηνών έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του. Ο Όμηρος, ο πρώτος που ανέφερε τις Μυκήνες, περιγράφει τους πλατείς δρόμους τους, τα ωραία οικοδομήματα και τον πλούτο τους.

Μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών, η οποία πραγματοποιήθηκε στο διάστημα της βασιλείας του Tισσαμενού, ο οποίος ήταν γιος του Ορέστη και εγγονός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, οι Μυκήνες περιήλθαν σε δεύτερη μοίρα και σημαντικότερη πόλη της αργολικής πεδιάδας αναδείχτηκε το Άργος. Διατήρησαν βέβαια την ανεξαρτησία τους και σε υστερότερους χρόνους, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έστειλαν 80 άντρες στη μάχη των Θερμοπυλών και τετρακόσιους (μαζί με την Τίρυνθα) στις Πλαταιές, για να γραφτεί το όνομά τους στην αναθηματική πλάκα που έστησαν οι Πανέλληνες στους Δελφούς. Το 468 π.Χ. τις κατέλαβε, ύστερα από μακρά πολιορκία, το πάντοτε εχθρικό προς αυτούς Άργος και, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, οι κάτοικοι κατέφυγαν οι μισοί στη Μακεδονία και οι υπόλοιποι στις Κλεωνές και στην Κερύνεια.Από τότε οι Μυκήνες ερήμωσαν. Κάποια μικρή κώμη δημιουργήθηκε κατά τον 3ο- 2ο αι. π.Χ. αλλά δεν διατηρήθηκε. Το 1ο αι. π.Χ. επισκέφτηκε τα μυκηναϊκά ερείπια ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος περιέγραψε την περιοχή, αναφέροντας τα τείχη και τη Πύλη των Λεόντων, την Περσεία κρήνη, τους θησαυρούς του Ατρέα και των γιων του καθώς επίσης τους τάφους του Ατρέα, του Ευρυμέδοντα, της Ηλέκτρας, της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου. Περιηγητές επισκέφτηκαν τις Μυκήνες και στα νεότερα χρόνια και περιέγραψαν ή απεικόνισαν τα μνημεία.


Heinrich Schliemann

Ο χώρος των Μυκηνών αναδύθηκε στην επιφάνεια στα τέλη του 19ου αι. (το 1874) από τις ανασκαφές του Γερμανού Ερρίκου Σλήμαν, ο οποίος εντόπισε την περιοχή οδηγούμενος από τη περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και από ανασκαφές, που έκαναν αργότερα Γερμανοί, Άγγλοι και Έλληνες αρχαιολόγοι. Οι ανασκαφές αυτές έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα τόσο εντός των τειχών της μυκηναϊκής ακρόπολης, όσο και στην ευρύτερη περιοχή έξω από τα τείχη.Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα έξω από την ακρόπολη των Μυκηνών είναι οι τάφοι όλων των ειδών, οι οποίοι δημιουργήθηκαν κατά την μακραίωνη μυκηναϊκή περίοδο. Στη μυκηναϊκή ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο θαλαμωτός και ο θολωτός.

Oι λακκοειδείς τάφοι είναι απλοί λάκκοι, οι μεγαλύτεροι και βαθύτεροι με ξερολιθιά στα πλάγια, πάνω στην οποία πατούσαν τα οριζόντια δοκάρια της στέγης του τάφου. Ο νεκρικός θάλαμος είναι υπόγειος με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού το άνοιγμα καλύπτεται με ξύλινα δοκάρια και πλάκες και στο τέλος ο τάφος καλύπτεται με τεχνητή επίχωση, που σχηματίζει ένα μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Συχνά οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες, πάνω από τις οποίες σχηματιζόταν ένας ενιαίος κυκλικός τύμβος. Δύο τέτοιοι κύκλοι, ο ταφικός κύκλος Α και ο ταφικός κύκλος Β, που περιείχαν βασιλικές ταφές, βρέθηκαν στις Μυκήνες.


Ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών,
 στα νοτιοανατολικά της πύλης των Λεόντων.

Ο ταφικός κύκλος Α ήταν το βασιλικό νεκροταφείο των Μυκηναίων ηγεμόνων της πρώιμης εποχής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού κατά τον 16ο αιώνα π.Χ.. Αρχικά βρισκόταν εκτός των οχυρώσεων των Μυκηνών και ήταν μία συστάδα λακκοειδών βασιλικών τάφων, που την περιέβαλε ένας χαμηλός περίβολος από ξερολιθιά διαμέτρου 27,50 μ. Όταν το 13ο αιώνα π.Χ χτίστηκε ψηλότερα η Πύλη των Λεόντων και το δυτικό τείχος, οι τάφοι βρέθηκαν στο βάθος ενός τεχνητού κοιλώματος. Τότε χτίστηκε γύρω τους ένας ισχυρός επικλινής τοίχος, ο οποίος συγκράτησε την επίχωση που γέμιζε το κοίλωμα, σκέπασε τους τάφους και έφερε τον κύκλο στην στάθμη της Πύλης. Στην κορυφή του τοίχου στήθηκαν δύο ομόκεντρες σειρές από όρθιες πλάκες σε απόσταση 1,20 μ, μεταξύ τους και το διάστημα μεταξύ τους σκεπάστηκε από όμοιες πλάκες, που σχημάτισαν ένα κυκλικό θωρακείο με είσοδο στη βόρεια πλευρά, προς την Πύλη των Λεόντων. Έτσι με την επέκταση των τειχών ο ταφικός κύκλος Α συμπεριλήφθηκε στα τείχη και σήμερα βρίσκεται μέσα στην ακρόπολη, νοτιοανατολικά και σε μικρή απόσταση από την Πύλη των Λεόντων.


Προσωπίδα “του Αγαμέμνονα”

Ο χώρος ήρθε στην επιφάνεια από τον αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν το 1876 και περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους με διαστάσεις από 3 Χ 3,50 μ. έως 4,50 Χ 6,40 μ. Oι νεκροί θάβονταν ντυμένοι και στολισμένοι με πλούσια δώρα, χρυσά κοσμήματα και αγγεία, χάλκινα ξίφη με χρυσές και ελεφάντινες λαβές, εγχειρίδια με χρυσή και ασημένια διακόσμηση και αγγεία, που μαρτυρούν επαφές των μυκηναίων με την Kρήτη και τις Kυκλάδες, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων». Ο πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα. Ανάμεσα στα πλούσια ευρήματα ανακαλύφθηκε και σειρά χρυσών νεκρικών προσωπείων, ένα από το οποίο είναι γνωστό ως Μάσκα του Αγαμέμνονα. Την ονομασία έδωσε ο ίδιος ο Σλήμαν, όπως αποδείχτηκε όμως αργότερα το προσωπείο άνηκε σε ηγεμόνα, που έζησε τρεις αιώνες νωρίτερα από την εποχή του μυθικού Αγαμέμνονα.

O ταφικός κύκλος B βρίσκεται δυτικά της ακρόπολης των Μυκηνών και αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου της περιοχής και άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου (1650 π.Χ.) και αποκαλύφθηκε το 1952. Περιβάλλεται από χτιστό κύκλο διαμέτρου 28μ. και περιλαμβάνει 24 τάφους, από τους οποίους οι 14 είναι βασιλικοί κάθετοι λακκοειδείς και οι υπόλοιποι τετράπλευροι μικροί, λαξευμένοι στο βράχο. Οι κιβωτιόσχημοι είναι μικροί τάφοι σκαμμένοι στο βράχο και περιέχουν συνήθως ένα σκελετό. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι μεγαλύτερου μεγέθους, ορθογώνιου σχήματος και οι πλευρές τους είναι επενδυμένες με τοίχους. Οι τάφοι αυτοί περιέχουν αρκετούς σκελετούς. Οι 4 από αυτούς τους τάφους είχαν επιτύμβιες στήλες. Το έθιμο των επιτύμβιων στηλών ως σήμα για την ύπαρξη τάφου, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο, υιοθετήθηκε από τις επόμενες γενιές και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Στους λακκοειδείς βρέθηκε πλήθος κτερισμάτων και αντικείμενα, όπως προσωπίδες, χρυσά περιδέραια, όπλα, αγγεία χρυσά, ασημένια, χάλκινα, πήλινα και λίθινα καθώς και σφραγίδες κ.α. Τα σημαντικότερα που βρέθηκαν στο χώρο αυτό είναι μια μοναδική νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο, ένα αγγείο από κρύσταλλο με λαβή σε σχήμα κεφαλής πάπιας και ένας σφραγιδόλιθος με παράσταση γενειοφόρου. Οι λακκοειδείς τάφοι του μυκηναϊκού κόσμου εγκαταλείφθηκαν με την εμφάνιση των λαξευτών θαλαμοειδών και την εξάπλωση των θολωτών τάφων.

Οι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι έχουν ακανόνιστο σχήμα, λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα. Το δρόμο, ο οποίος κατέληγε σε μια θύρα με υπέρθυρο, και τον κυρίως θάλαμο. H είσοδος στο θάλαμο μετά την ταφή φραζόταν με ξερολιθιά, την οποίαν αφαιρούσαν και ξανάχτιζαν για κάθε νέα ταφή. Oι θάλαμοι ήταν διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, συνήθως τετράπλευροι και κάποτε στρογγυλοί, και ήταν σκαμμένοι μέσα σε πέτρωμα αρκετά μαλακό ώστε να σκάβεται και αρκετά συμπαγές ώστε να μη βυθίζεται. Κάποιοι απ’ αυτούς περιλάμβαναν και ένα πλευρικό ταφικό δωμάτιο.

Οι θαλαμωτοί ήταν μάλλον οικογενειακοί τάφοι, χρησιμοποιούνταν από τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού και κατασκευάζονταν κατά συστάδες σχηματίζοντας νεκροταφεία. Υπάρχουν όμως και αρκετοί μεμονωμένοι θαλαμωτοί τάφοι διασκορπισμένη στην ευρύτερη περιοχή του μυκηναϊκού χώρου. H δυτική πλαγιά του λόφου της ακρόπολης των Μυκηνών, ο λόφος της Παναγίτσας και ολόκληρη η περιοχή βόρεια και δυτικά της είναι κυριολεκτικά διάτρητες από τάφους λακκοειδείς, θαλαμοειδείς και θολωτούς. Συνολικά οι αρχαιολόγοι έχουν σκάψει περισσότερους από 130 τέτοιους τάφους γύρω στην ακρόπολη των Μυκηνών, ο ακριβής αριθμός τους όμως είναι άγνωστος.




Οι αρχαιολόγοι Λέβεντορ, Ντέρπφελντ και Σλήμαν στις Μυκήνες το 1885.



Οι θολωτοί τάφοι είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο, καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο, και συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120. Οι μεγαλύτεροι απ’ αυτούς θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου, που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και στις πλευρές της θόλου.Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στην πλαγιά λόφου και μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι κάθετα. Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα.

Η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένοι με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, οπότε σκεπάζονται με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου, και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Η είσοδος είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχριτον πρώτο ενταφιασμό. θόλος είναι χτισμένος με μεγάλες πλάκες τοποθετημένες κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό του θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα.




The Citadel of Mycenas.



Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη με διάμετρο που ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ και, επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, ονομάζονται και κυψελόσχημοι. Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση. Οι λάκκοι που βρίσκονται στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθενται μερικές φορές και ορθογώνιοι θάλαμοι που χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά και μαζί με τη στήλη, που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα. Oι λακκοειδείς τάφοι ανάγονται στην περίοδο 1600-1500 π.X. , οι παλαιότεροι θολωτοί φθάνουν στα 1500 π.X. και εξακολουθούν να κατασκευάζονται έως το 13ο αι. π.X., ενώ οι θαλαμοειδείς είναι περίπου σύγχρονοι με τους θολωτούς, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και στον 12ο αι. π.X. Γενικά οι τάφοι ήσαν οικογενειακοί. Στο σύνολό τους ανήκουν σε ανθρώπους διαφόρων τάξεων, εποχών και κατηγοριών και δείχνουν την συνέχεια της κατοικήσεως του τόπου καθώς και ότι ο πληθυσμός του ευημερούσε και διέθετε πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα, πολλά από τα οποία τα είχαν εισάγει από το εξωτερικό. Κάθε θολωτός τάφος ανήκει σε μια μόνο οικογένεια και μπορεί να θεωρηθεί τάφος ατομικός, προορισμένος για τον ηγεμόνα και τα μέλη της οικογένειάς του. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τάφους βασιλικούς ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων και αποτελούν ένδειξη εξέχουσας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία.

Εννέα θολωτοί τάφοι βρέθηκαν στις Μυκήνες (Τάφος του Αίγισθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων, Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων, Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας) και χρονολογούνται μεταξύ 1550 και 1200 π.Χ. , ενώ η απόδοσή τους σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών από τον Ερρίκο Σλήμαν είναι εντελώς φανταστική. Έξι από τους εννέα θολωτούς τάφους των Mυκηνών βρίσκονται στις πλαγιές της Παναγίτσας και των γύρω της υψωμάτων, ενώ οι άλλοι τρεις, του Aιγίσθου, της Kλυταιμνήστρας και των Λεόντων, χτίστηκαν στους πρόποδες της ακρόπολης, κοντά στην πύλη των Λεόντων, και βρίσκονται σήμερα εντός του αρχαιολογικού χώρου. Οι παλαιότεροι (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων) χρονολογούνται στην περίοδο 1600-1400 π.Χ.. Μια δεύτερη ομάδα (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων) χρονολογείται στην περίοδο 1400-1300 π.Χ. Στην περίοδο 1300-1200 π.Χ. ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας, που είναι οι νεότεροι.




Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους: 1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων 7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος 9. Τάφος της Παναγίτσας



Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους.

1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων 7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος 9. Τάφος της Παναγίτσας



Ο θησαυρός του Ατρέα

Ο θησαυρός του Ατρέα που παλιότερα τον ονόμαζαν και τάφο του Αγαμέμνονα είναι το πιο μνημειώδες κτίσμα της μυκηναϊκής εποχής και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους 9, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. Δέσποζε στα ΝΔ της ακρόπολης των Μυκηνών, επάνω στον οδικό άξονα που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Χρονολογείται μεταξύ 1350-1250 π.Χ. και θεωρείται μαζί με την Πύλη των Λεόντων, με την οποίαν είναι σύγχρονος, από τα λαμπρότερα και εντυπωσιακότερα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής στην εποχή της ακμής της. Χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών και από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό του Ατρέα», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης .

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως




Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως



Ένας δρόμος λαξευμένος στο βράχο με μήκος 36μ. και πλάτος 6μ. οδηγεί στην είσοδο του τάφου, που έκλεινε με μια ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα. Η πρόσοψη έχει ύψος 10,50μ., ενώ η είσοδος έχει ύψος 5,40μ. και πλάτος 2,66μ. στο κάτω μέρος της και 2,46 επάνω. Ήταν διακοσμημένη με ημικίονες, από τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο οι τετράγωνες βάσεις δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο τεράστιοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων. O δρόμος του τάφου ντύθηκε με λείους προσεκτικά κομμένους και καλοταιριασμένους ογκολίθους σε οριζόντιες ισοδομικές στρώσεις, που συνεχίζονται στην πρόσοψη και στη θόλο. Πρόκειται για ξηρολιθιά με λίθινους όγκους τέλεια προσαρμοσμένους μεταξύ τους, χωρίς συγκολλητικό υλικό. Μερικοί έχουν τεράστιες αναλογίες και ένας έχει μήκος 6 μέτρα και 1,2 μέτρα ύψος. Το βάθος της εισόδου είναι 5,20μ. Στις δύο πλευρές της εισόδου διατηρούνται βάσεις, όπου στηρίζονταν ημικιόνια. Στην κορυφή υπάρχει ανακουφιστικό τρίγωνο, που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Γλυπτή διακόσμηση, που σήμερα δεν υπάρχει, κάλυπτε το ανώτερο τμήμα της και το άνοιγμα του ανακουφιστικού τριγώνου.


Ο θησαυρός του Ατρέα

Κατόπιν εισερχόμαστε στο μεγάλο θάλαμο, ο οποίος είναι στρογγυλός με μια θόλο ύψους 13,30 μέτρων και διαμέτρου 14,60 μέτρων, καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις λίθους, τέλεια συναρμολογημένους κατά το εκφορικό σύστημα, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο και να στενεύει προς την κορυφή, για να καταλήξει σε ένα στενό άνοιγμα. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω. Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδο του θαλάμου, που είναι φυσικός βράχος, ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες. Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.

Oι αρμονικές αναλογίες, που παρά το κολοσσιαίο του μέγεθος τον συγκρατούν στην ανθρώπινη κλίμακα, η επιβλητική και κομψή πρόσοψή του, η αγέρωχη ανάταση της εσωτερικής του καμπύλης και η θαυμάσια ποιότητα της κατασκευής του τον κατατάσσουν στα λαμπρότερα ταφικά μνημεία όλων των αιώνων. Ο επισκέπτης βλέποντας την είσοδο του τάφου αναλογίζεται τη δύναμη των βασιλιάδων, που έχτιζαν τέτοια επιβλητικά μνημεία στην εποχή του χαλκού, και αναρωτιέται πόσους θησαυρούς έθαβαν μαζί με τους άρχοντες στα επιβλητικά αυτά κοιμητήρια. Το μνημείο αυτό μετά τη μυκηναϊκή εποχή δε χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αιώνα μ.Χ., είχε ήδη λεηλατηθεί και ήταν εν μέρει καταχωμένος. Στους επόμενους αιώνες κάποιοι βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο και αφαίρεσαν το «κλειδί», για να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.




Θολωτός τάφος



Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας»

Ο θολωτός τάφος, που είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα “τάφος της Κλυταιμνήστρας”, είναι ο νεότερος από τους τάφους των Μυκηνών, ο δεύτερος σε μέγεθος μετά τον τάφο του Ατρέα και απλούστερος στην κατασκευή του. Βρίσκεται έξω από την Ακρόπολη, αλλά εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών, είναι λίγο μεταγενέστερος από το “Θησαυρό του Ατρέως” και χρονολογείται γύρω στα 1220 π.Χ.


Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας»

Ο τάφος αυτός καλά κρυμμένος, έμεινε αθέατος στους μυκηναϊκούς και ιστορικούς χρόνους και ένα μικρό ελληνιστικό θέατρο κτίσθηκε στην επίχωση του δρόμου του. Μια σειρά από τα καθίσματα του θεάτρου διατηρείται μέχρι σήμερα δεξιά και αριστερά του δρόμου του τάφου. Έμεινε άγνωστος μέχρι το 1809 και ανακαλύφτηκε τυχαία από τους χωρικούς, που έχτιζαν το υδραγωγείο του Χαρβατιού, όπως λεγόταν τότε το σημερινό χωριό Μυκήνες. Το υδραγωγείο πέρασε τυχαία πάνω από τη θόλο του τάφου και βρέθηκε η πλάκα, που κάλυπτε το άνοιγμα της κορυφής του. Ο τότε πασάς του Ναυπλίου Βελή έδωσε διαταγή να γκρεμίσουν το ψηλότερο τμήμα της θόλου και από εκεί άδειασαν τον τάφο. Αν και δε γνωρίζουμε τι βρήκαν, η φαντασία των χωρικών δημιούργησε το μύθο των θησαυρών, που για τη μεταφορά τους χρειάστηκαν πολλά ζώα.

Αφού καταστράφηκε και συλήθηκε από τον Βελή πασά του Ναυπλίου, οι βροχές και οι κακοκαιρίες αποτελείωσαν το έργο, έως ότου το 1951 αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τώρα φαίνεται όπως πραγματικά ήταν, εφάμιλλος του “Θησαυρού του Ατρέως” με την εξαιρετική του κατασκευή, τον ωραίο δρόμο και τη μεγαλοπρεπή είσοδο. Ο δρόμος του έχει μήκος 37μ. και πλάτος 6μ. Τα πλευρά του δρόμου είναι ντυμένα με κανονικά κομμένους ισοϊψείς δόμους, όπως και η θόλος. H πρόσοψή της έχει θύρα με τριπλό κατώφλι και κουφιστικό τρίγωνο φραγμένο εξωτερικά με γλυπτές λίθινες πλάκες και εσωτερικά με ελαφρό ξερότοιχο. Ήταν πλαισιωμένη με ραβδωτά ημικιόνια από γυψόλιθο από τα οποία σώθηκαν στη θέση τους μόνο οι βάσεις. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται από τον γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψης. Το στόμιο με μήκος 5,40 μ. έκλεινε με δίφυλλη θύρα, όπως δείχνουν οι κοιλότητες της στρόφιγγας στο υπέρθυρο.

Ο θάλαμός του έχει διάμετρο 13,50μ. και το ύψος της μετά την αναστήλωσή της φτάνει τα 13 μ. Μέχρι το ύψος των 8,55 μ. η θόλος διατηρείται στην αρχική της μορφή. Το ανακουφιστικό τρίγωνο στο εσωτερικό του θαλάμου κλείνει με τοίχο. Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει σύστημα αποχέτευσης των ομβρίων. Δε γνωρίζουμε ποιοι τάφηκαν σ’ αυτό το μνημείο, αλλά η φαντασία των χωρικών του χάρισε το όνομα της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας.



Ο τάφος του Αίγισθου

Πολύ κοντά στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, προχωρώντας στα νότια και αριστερά στο μονοπάτι, σε βαθύτερο επίπεδο, συναντάμε έναν άλλο τάφο, που είναι γνωστός με το όνομα τάφος του Αιγίσθου. Η ονομασία και αυτού του τάφου είναι συμβατική.


Ο τάφος του Αίγισθου

Ο τάφος του Αιγίσθου ανήκει στον πρώτο τύπο των θολωτών και ίσως χτίστηκε στο 1500 π.Χ. Το ύψος της θόλου του υπολογίζεται στα 14,50 μ. και για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν μικρότεροι λίθοι. Ο θάλαμος έχει διάμετρο γύρω στα 13,50 μ. Η κορυφή του θόλου και του τάφου αυτού έχει καταρρεύσει έως το ύψος των 8μ. Μόνο από το τμήμα που έχει απομείνει διδασκόμαστε τον τρόπο της κατασκευής της θόλου. Είναι χτισμένη από ξερολιθιά, αλλά με μεγαλύτερες πέτρες και είναι ο μόνος από τους τάφους της εποχής του (Kυκλώπειος, Eπάνω Φούρνος, Aίγισθος) που διατήρησε την ανωδομή της προσόψής του. Ο δρόμος του λαξευμένος σε μαλακό φυσικό πέτρωμα έχει πλάτος 4-5 μ. και μήκος 22 μ. Αργότερα τα τοιχώματα του δρόμου επενδύθηκαν στα σημαία που το πέτρωμα ήταν χαλαρό και κατασκευάστηκε μία δεύτερη πρόσοψη από αμυγδαλόπετρες και πωρόλιθους, που σκέπασε την παλιά και που διατηρείται σήμερα μόνο στην δεξιά παραστάδα. O τάφος είχε συληθεί ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Τα τελευταία χρόνια έγιναν έργα για τη διαμόρφωση των πρανών του δρόμου, την καθαίρεση σαθρών τμημάτων της λιθοδομής του θόλου και τη στερέωση του στομίου, επειδή διαπιστώθηκε ότι υπάρχει έντονη παραμόρφωση και απόκλιση περίπου 28 εκ. από την κατακόρυφο της δυτικής και ανατολικής ακμής των εσωτερικών παραστάδων και είχαν θραυστεί οι δυο από τους 3 μεγαλίθους στο υπέρθυρο του στομίου. Ο τάφος πήρε αυθαίρετα το όνομα του Αίγιστου, ο οποίος έζησε γύρω στο 1200 π.Χ., ενώ ο τάφος χρονολογείται στο 1500 π.Χ.


Ο τάφος των Λεόντων




Ο τάφος των Λεόντων

Ο τρίτος θολωτός τάφος που βρίσκεται εντός του σημερινού αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών είναι ο λεγόμενος τάφος των Λεόντων, βόρεια από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, στο δρόμο που οδηγεί στο σημερινό μουσείο των Μυκηνών και σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Η ονομασία του είναι συμβατική και οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι βρέθηκε πολύ κοντά στην πύλη των Λεόντων. Χρονολογείται στο 1350 π.X. και έχει δρόμο με επένδυση από ισοδομικούς πωρόλιθους. Το ανώφλι του είναι τετραπλό από αμυγδαλόπετρες, ενώ εσωτερικά, στο πλευρό της εισόδου και σε μία ζώνη στα θεμέλια, είναι χτισμένος με ισοδομικούς κροκαλοπαγείς ογκολίθους. Οι 4 αυτοί θολωτοί τάφοι των Μυκηνών είναι οι γνωστότεροι, γιατί βρίσκονται μέσα στο σημερινό αρχαιολογικό χώρο οι τρεις απ’ αυτούς (Αίγισθου, Κλυταιμνήστρας, Λεόντων) και στην ανατολική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο, ο τέταρτος και πιο γνωστός, ο θησαυρός του Ατρέα. Οι υπόλοιποι 5 σωζόμενοι θολωτοί τάφοι των Μυκηνών παραμένουν άγνωστοι στους πολλούς, γιατί βρίσκονται στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας μέσα στους ελαιώνες της περιοχής. Η προσπέλαση σε τρεις απ’ αυτούς γίνεται από τον αγροτικό ασφαλτόδρομο, που ξεκινάει από το κέντρο του σημερινού οικισμού των Μυκηνών ή από το σημερινό νεκροταφείο των Μυκηνών και διασχίζει τον ελαιώνα στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας με κατεύθυνση βορειοδυτικά. Σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων από τη μια ή την άλλη αφετηρία του δρόμου βρίσκονται ο τάφος των Δαιμόνων και ο τάφος των Κυκλώπων.


O Tάφος των Δαιμόνων




O Tάφος των Δαιμόνων

Πρόκειται για σπουδαίο μνημείο, που χτίστηκε την ίδια περίοδο (μέσα 13ου αι. π.X.) με τους τάφους του Aτρέα και της Kλυταιμνήστρας και διατηρεί ανέπαφη τη θόλο του. Βρίσκεται μέσα στον ελαιώνα, 50 περίπου μέτρα πάνω από το δρόμο, χωρίς όμως να είναι ορατός από το δρόμο και, καθώς δεν υπάρχει καμιά σήμανση, είναι αδύνατο να τον εντοπίσει κανείς, αν δεν τον ξέρει, όσες φορές και αν περάσει από το δρόμο αυτό. O Tάφος των Δαιμόνων είναι ο παλαιότερος και ο μικρότερος της ομάδας αυτής και από τους πιο καλά διατηρημένους. Ένας δρόμος μήκους 15 μέτρων και πλάτους 3 μέτρων οδηγεί στην είσοδο του τάφου, που έχει 3 μέτρα βάθος και 3 μέτρα ύψος και είναι χτισμένη με 8 σειρές κανονικούς λίθους. Tα πλευρά του δρόμου του έχουν επένδυση από μικρές, σχετικά ακατέργαστες πέτρες, οι παραστάδες της προσόψεως είναι χτισμένες από τετραγωνισμένους, ισοδομικά τοποθετημένους αμυγδαλόλιθους και το στόμιό του φραζόταν από ξύλινη θύρα. Το υπέρθυρο αποτελείται από 2 ογκόλιθους από αμυγδαλόπετρα. H θόλος του έχει διάμετρο. 8,40 μέτρα και αποτελείται από 27 συμμετρικά κομμένες ισοδομικές στρώσεις από αμυγδαλόλιθο, προσαρμοσμένες στην εσωτερική καμπύλη της. Στο δάπεδο του θαλάμου διακρίνονται σκαμμένοι τάφοι, όπου είχαν τοποθετηθεί νεκροί. Tο κουφιστικό τρίγωνο είναι φραγμένο εμπρός από πλάκες με το ίδιο υλικό. Οι χωρικοί τον ονομάζουν και τάφο του Ορέστη, αλλά δεν είναι ο τάφος εκείνου του βασιλιά, γιατί χτίστηκε στο πρώτο μισό του 13ου αι. π.Χ., ενώ ο Ορέστης βασίλεψε στις αρχές του 12ου αιώνα.



Ο τάφος των Κυκλώπων




Ο τάφος των Κυκλώπων

Στο ίδιο σημείο και σε απόσταση 40 περίπου μέτρων νοτιότερα του τάφου των Δαιμόνων βρίσκονται τα ερείπια του τάφου των Κυκλώπων. Οι τοίχοι του δρόμου, που οδηγεί στον τάφο, έχουν καταρρεύσει, όπως και η είσοδος του τάφου, που τη φράζουν οι ογκόλιθοι του υπέρθυρου. Ο θάλαμος με διάμετρο 9 περίπου μέτρα διατηρεί τους τοίχους του από ακατέργαστες σχετικά πέτρες, που δείχνουν ότι ο τάφος χρονολογείται στην πρώιμη περίοδο (1600- 1400 π.Χ.). Η θόλος του έχει καταρρεύσει, όπως και ένα κομμάτι του τοίχου στη βορειοδυτική πλευρά του θαλάμου. Πολλές από τις πέτρες του τάφου είναι σωρευμένες ως μαντρότοιχοι δεξιά και αριστερά του δρόμου του! Επανερχόμενος στον ασφαλτόδρομο ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει Δεξιά και αριστερά του δρόμου θαλαμωτούς τάφους και λακκοειδείς τάφους, οι οποίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο τάφος κάτω Φούρνος




Ο τάφος κάτω Φούρνος

Συνεχίζοντας τον ασφαλτόδρομο και σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το σημείο που βρίσκονται οι δυο αυτοί τάφοι συναντάμε 30 μέτρα αριστερά του δρόμου μέσα στις ελιές τον τάφο κάτω Φούρνος. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα και είναι σύγχρονος με τον τάφο των Λεόντων και τον τάφο της Παναγίτσας (1400-1300 π.Χ.). Ο δρόμος που οδηγεί στην είσοδο έχει μήκος 12 μέτρα και πλάτος 3 μέτρα με τις πλευρές του χτισμένες με μεγάλους παραλληλόγραμμους λίθους που, επειδή κινδυνεύουν να καταρρεύσουν, έχουν στηριχτεί με ξύλινες αντηρίδες από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία τα τελευταία χρόνια. Η είσοδος του τάφου, χτισμένη με παρόμοιους με το δρόμο, αλλά μεγαλύτερους λίθους, έχει μήκος 3,50 μέτρα και ύψος 4 μέτρα και διατηρεί στην κορυφή της το υπέρθυρο, που αποτελείται από 2 μεγάλους αμυγδαλωτούς ογκόλιθους και έναν μικρότερο. Ο θάλαμος έχει διάμετρο 10 περίπου μέτρων και είναι χτισμένος από μικρότερους κανονικού σχήματος λίθους σε 25 σειρές μέχρι το ύψος του υπέρθυρου.


Ο τάφος πάνω φούρνος




Ο τάφος πάνω φούρνος

Βρίσκεται στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας και είναι προσβάσιμος από ένα χωματόδρομο, που ξεκινάει από τη νοτιοδυτική άκρη του πάρκινγκ των Μυκηνών απέναντι από την σημερινή είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, κατηφορίζει ως τον τάφο και συνεχίζει περνώντας από την ανατολική πλευρά του τάφου. Χρονολογείται στους παλαιότερους τάφους και είναι χτισμένος την ίδια εποχή με εκείνον του Αιγίσθου και των Κυκλώπων, την περίοδο 1600-1400 π.Χ. Ο διάδρομος με προσανατολισμό νοτιοανατολικό έχει μήκος 14 περίπου μέτρα και ήταν χτισμένος με ξερολιθιά, που στο μεγαλύτερο μέρος της έχει καταρρεύσει και είναι σήμερα αδιάβατος, αφού είναι γεμάτος μπάζα και αγριόχορτα. Η είσοδος είναι στενή σε σχέση με τους υπόλοιπους τάφους (1,5-2 μέτρα), αλλά το ύψος της φτάνει τα 4 μέτρα. Στην κορυφή της διατηρείται 1 μεγάλος και 1 μικρότερος ογκόλιθος, που αποτελούσαν το υπέρθυρο μαζί με 1 ακόμα μεγάλο ογκόλιθο, που βρίσκεται πεσμένος στο εσωτερικό του θαλάμου. Ο θάλαμος έχει διάμετρο 12 περίπου μέτρα και είναι χτισμένος με ακανόνιστους λίθους, που στερεώνονται με μικρές σφήνες και λάσπη, δείγμα της παλαιότερης αρχιτεκτονικής των μυκηναϊκών τοιχών.



Ο τάφος της Παναγίτσας




Ο τάφος της Παναγίτσας

Βρίσκεται κι αυτός στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας, κάτω ακριβώς από το σημερινό εξωκλήσι, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και από το οποίο προφανώς πήρε το όνομά του και ο λόφος και ο συγκεκριμένος τάφος. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα τάφων και είναι σύγχρονος με τους τάφους του Kάτω Φούρνου και των Λεόντων, που ανάγονται στο 1450 π.X. περίπου. Είναι κατασκευασμένος από μεγαλύτερες και κανονικότερες πέτρες, με ανώφλια κομμένα, ώστε να προσαρμόζονται στην εσωτερική καμπύλη της θόλου. Είχε κι αυτός κουφιστικό τρίγωνο, πρόσοψη από πελεκημένους ισοδομικούς αμυγδαλόλιθους και δρόμο με επένδυση ξερολιθιάς. Οι 5 τελευταίοι τάφοι στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας είναι εγκαταλελειμμένοι, άγνωστοι στους περισσότερους, χαμένοι μέσα σε κτήματα με ελιές και χρειάζεται σίγουρα οδηγό όποιος επιθυμεί να τους επισκεφτεί. Είναι δύσκολο να κατανοήσει και να εξηγήσει κανείς την αδιαφορία των υπευθύνων γι αυτά τα τόσο σημαντικά μνημεία, που έχουν αφεθεί στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου. Χωρίς σήμανση και χωρίς συντήρηση καταρρέουν απροστάτευτα, ενώ κακοποιήθηκαν από περαστικούς και ντόπιους και πολλές φορές οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μαντρότοιχων από τους ιδιοκτήτες των κτημάτων, μέσα στα οποία βρίσκονται, αφού έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία.

Οι μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές αυτές ταφικές κατασκευές αποτυπώνουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή αντίστοιχη με την επίγεια κατοικία του. Οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες. Οι μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου. Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.

 Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου