Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ηλύσια Πεδία και νησιά των Μακάρων

Η πίστη στα Ηλύσια Πεδία δεν χωρίζεται από την πίστη για τα νησιά των Μακάρων,αν παραβλέψουμε πως στην μία περίπτωση ο λόγος είναι για κάμπους, στην άλλη για νησιά (ή για ένα μόνον νησί). Κατά τα άλλα, οι δύο τόποι φαίνεται πως στην φαντασία των Ελλήνων ταυτίζονταν, αφού και των Μακάρων τα νησιά τα τοποθετούσαν στα πέρατα της γης κοντά στον Ωκεανό, να τα χαϊδεύουν οι αύρες και να τα κυβερνάει ο Ραδάμανθυς που, όπως μαθαίνουμε συμπληρωματικά, εκτελούσε τις εντολές του Κρόνου.Της παραμονής στα Ηλύσια αυτονόητο συμπλήρωμα ήταν η αθανασία που χάριζαν οι θεοί στους αγαπημένους των ήρωες οπωσδήποτε όχι συχνά. Έξω από τον Μενέλαο, τα Ηλύσια μαθαίνουμε πως φιλοξενούσαν τον Κάδμο, τον Πηλέα, τον Διομήδη και τον Λύκο, τον γιο του Ποσειδώνα και της Πλειάδας Κελαινώς. Όσο για τον Αχιλλέα, χρειάστηκε να παρακαλέσει η Θέτιδα τον Δία για να χαρεί ο γιος της την αθανασία κοντά στον πατέρα του. Θα μνημονεύονταν βέβαια και άλλο μεγάλοι ήρωες στα Ηλύσια, μόνον που οι πηγές δεν μας βοηθούν να τους ονοματίσουμε.

Οι συμπληρωματικές πληροφορίες που έχουμε για τις συνθήκες της ζωής που επικρατούσαν στα Νησιά των Μακάρων και στα Ηλύσια Πεδία, δεν κάνουν άλλο παρά να αποστρογγυλώνουν την εικόνα ενός παραδείσου, που χαρίζει στους εκλεκτούς, τι δεν μπορούν να χαρούν οι κοινοί θνητοί πάνω στην γη. Και είναι φυσικό στην εικόνα αυτή να προβάλλουν στοιχεία που βρίσκονται και σε άλλους παραδεισιακούς τόπους: στην κατοικία των θεών στον Όλυμπο, στην χώρα των Υπερβορέων και στα λιβάδια, όπου ζούσαν μετά τον επίγειο θάνατό τους όσοι είχαν μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια, κ.ά.

Στον ευλογημένο εκείνον τόπο ο ήλιος λάμπει μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σκοτεινιάζει. Κάτω από τις ζείδωρες αύρες και την ανέσπερη φεγγοβολή του ήλιου η γη χαρίζει εδώ τρεις φορές τον χρόνο τους καρπούς της. Ολόγυρα από την πολιτεία παντού λιβάδια και δάση από πανύψηλους κέδρους και δένδρα με χρυσούς καρπούς. Τα λουλούδια ξεχύνονται παντού λαμποκοπώντας, λες και είναι από μάλαμα, και σκεπάζουν όχι μόνο τους κάμπους στη στεριά, αλλά και τα νερά στις λίμνες. Και τα ποτάμια κυλούν χειμώνα καλοκαίρι ήσυχα, χωρίς να ξεχειλούν και να ρημάζουν τις καλλιέργειες, ούτε πάλι να ξεραίνονται. Όσοι βρέθηκαν στους ευσεβών τους τόπους ζουν εν πάση ευδαιμονία, εκτός κακών. Αθάνατοι σαν τους θεούς, αν και δίχως την παντοδυναμία τους, περνούν τις ώρες τους χωρίς καμιά βιοτική έγνοια. Γυμνάζονται, τρέχουν πάνω στα άλογά τους, παίζουν πεσσούς (ζάρια), συνοδεύουν τα τραγούδια τους με την κιθάρα και, φυσικά, συμποσιάζουν στεφανωμένοι. Ακόμα, κάθονται παρέες παρέες και κουβεντιάζουν ώρες πολλές, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα που μοσκοβολάει από το θυμίαμα που καίει πάνω στους βωμούς των θεών. Ο λόγος τους είναι είτε για τα περασμένα, για τα όσα έπραξαν και έπαθαν πάνω στην γη, είτε για την σημερινή τους ολβιότητα.

Στα νεότερα χρόνια η λέξη 'Ηλύσια' θεωρήθηκε ελληνική και σχηματίστηκε με την ρίζα του ρήματος ελεύσομαι, ήλυθον και με το επίθετο ενηλύσιος (= ο χτυπημένος από κεραυνό τόπος, γι' αυτό άβατος, ιερός) Βλ. Chantraine, Dictionnaire de la langue grecque 2 (1970) 411.

Αντίθετα άλλοι επιστήμονες υποστήριξαν πως η λέξη πρέπει να είναι προελληνική (μινωική). Άλλωστε, και η αντίληψη, είπαν, ενός παραδείσου, ας είναι και για τους λίγους, είναι αντίθετη με την γνήσια ελληνική πίστη πως όλοι οι θνητοί, δίχως την παραμικρή εξαίρεση κατεβαίνουν στον σκοτεινό αραχνιασμένο Άδη.

Περιγραφή του νησιού και της χαρισάμενης ζωής που περνούν εκεί οι Μάκαρες (οι ευτυχισμένοι) δίνει ο Λουκιανός στο έργο του «Αληθής Ιστορία» (2, 4 κ.ε.). Τα παραδοσιακά στοιχεία του παραδείσου (ξένοιαστη ζωή, ήπιο κλίμα, ανθόσπαρτοι κάμποι κτλ.) έχουν και εδώ κρατηθεί, η γνωστή όμως ειρωνική διάθεση του συγγραφέα τον σπρώχνει να επινοήσει πλήθος εξωφρενικές λεπτομέρειες, ακριβώς για να μην αφήσει στον αναγνώστη αμφιβολία πως παραμυθολογεί, σύμφωνα άλλωστε με την δήλωσή του στην αρχή (1, 4) πως γράφει για πράγματα που ούτε τα είδε ούτε τα έπαθε ούτε τα έμαθε από άλλους, ούτε και έγιναν ποτέ!

Δίνουμε μερικά στοιχεία από την περιγραφή του Λουκιανό, αφού και της φαντασίας του τα πλάσματα ανήκουν ως ένα βαθμό στην περιοχή της μυθολογίας: Τα τείχη της πολιτείας των Μακάρων ήταν χτισμένα με σμαράγδια, τα σπίτια της υψώνονταν μαλαματένια, οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με φίλντισι, οι ναοί και οι βωμοί με πολύτιμα και αυτοί με πετράδια. Τα αμπέλια καρποφορούσαν δώδεκα φορές τον χρόνο, οι ροδιές, οι μηλιές και τα άλλα δένδρα δεκατρείς. Τα καρβέλια το ψωμί κρέμονταν ψημένα στις κορφές των σταχυών σαν μανιτάρια. Στην πολιτεία έβλεπες τριακόσιες εξήντα πέντε πηγές που έτρεχαν νερό, άλλες τόσες μέλι, και πεντακόσιες μύρο. Εφτά ποταμοί έτρεχαν γάλα, και οκτώ κρασί.

Πριν καθίσουν στο τραπέζι, οι Μάκαρες έπιναν από δυο πηγές που τις έλεγαν της Ηδονής και του Γέλιου, και μπορεί κανείς να φανταστεί τις χαρές και τα γέλια που συντρόφευαν έπειτα τα συμπόσιά τους. Καθώς έτρωγαν, τους υπηρετούσαν οι άνεμοι κουβαλώντας τους του κόσμου τα ξαρέσια. Όσο για το κρασί, δίπλα τους φύτρωναν δένδρα από αστραφτερό γυαλί που αντί για καρπούς άφηναν να κρέμονται από τα κλαδιά τους λογιών λογιών κούπες. Οι συντράπεζοι δεν είχαν λοιπόν παρά να απλώσουν το χέρι και να κόψουν ένα ποτήρι που -καινούριο θαύμα! - βρισκόταν την ίδια ώρα γεμάτο κρασί!


Αποδεικτικές πηγές :

Όμηρος, δ 561 κ.ε.

Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 167 κ.ε.

Πίνδαρος, Ολυμπία 2, 70 και Θρήνοι 7,1 κ.ε.

Ελλάνικος 4 F 19b

Πλάτων, Γοργίας 523 b


ΗΛΥΣΙΑ ΠΕΔΙΑ

«(λύσιον Πεδίον» Ονομάζονταν φανταστικός τόπος στην δυτική εσχατιά της γης (όπως την φαντάζονταν οι αρχαίοι), όπου ζούσαν ζωή τερπνή και ευδαίμονη οι ήρωες, Τόπος άβατος λόγω της ιερότητάς του.

Μυθ: Η ονομασία Ηλύσια συναντάται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια. Στην Δ' ραψωδία ο Πρωτεύς προλέγει τον Μενέλαο, ότι δεν πρόκειται να πεθάνει στο Άργος, αλλά ότι οι αθάνατοι θεοί θα τον στείλουν στο Ηλύσιο πεδίο και στα πέρατα της γης, όπου βρίσκεται ο ξανθός Ραδάμανθυς, όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς πόνο σε διαρκή ευτυχία. Εκεί δεν υπάρχει χιόνι, ούτε θύελλα, ούτε βροχή, αλλά ο Ζέφυρος πάντα στέλνει την δροσερή πνοή του για να δροσίζει τους ανθρώπους. Το Ηλύσιο κατά τον Όμηρο δεν είναι μέρος του Άδη, αλλά χώρα στην επιφάνεια της Γης και μάλιστα στο έσχατο μέρος του κόσμου, καθορισμένο, για την διαμονή, όχι ψυχών χωρισμένων από τα σώματα, αλλά ανθρώπων.

Κατά τους επικούς ποιητές, τους μεταγενέστερους του Ομήρου και μάλιστα στον Πίνδαρο, τα «(λύσια # α1 νήσοι τφν Μακάρων» είναι προνομιούχος διαμονή που επιφυλάσσεται για τα τέκνα των θεών και τους ένδοξους ήρωες, στους οποίους τρεις φορές κάθε έτος η γη προσφέρει γλυκούς καρπούς. Η Θέτις αρπάζει από την πυρά τον υιό της Αχιλλέα, που φονεύθηκε από τον Πάρη και τον Απόλλωνα, για να τον πάει στον νησί Λευκή, δηλαδή στην φωτεινή χώρα, η οποία αποτελεί αντίθεση προς τον σκοτεινό Άδη και πετύχαινε περί αυτού την Αθανασία. Το βασίλειο αυτό του Κρόνου και του Ραδάμανθυ ήταν επίσης ανοικτό στον Πηλέα, τον Διομήδη, τον Κάδμο, και στους ήρωες του Τρωικού και του Θηβαϊκού πολέμου. Αλλά μόνο η εύνοια των θεών παρείχε την ευδαιμονία αυτή στους εκλεκτούς αυτούς ευγενής γενεάς.

Το στενό και αριστοκρατικό αυτό δόγμα άρχισε να ευρύνεται με την επιρροή των Μυστηρίων. Όταν το ιερό της Ελευσίνας έγινε προσιτό σε όλους, η ευτυχία των Ηλυσίων δεν ανήκε πλέον αποκλειστικά σε μια επίλεκτη τάξη της ανθρωπότητας αλλά μεταδόθηκε σε όλους εκείνους τους οποίους είχαν λάβει μέρος στις ιερές τελετές. Μετά από λίγο την υποσχέθηκαν και οι ποιητές, όχι μόνο σε μυημένους αλλά σε όλους εκείνους, οι οποίοι έζησαν επί της γης και έπραξαν το αγαθό και το δίκαιο. Ενώ οι ασεβείς μεταβαίνουν στο Τάρταρο, τον τόπο της Τιμωρίας.

Μετά από αυτά πιστεύονταν ότι τα νησιά των Μακάρων είναι δυο νησιά στον Ατλαντικό ωκεανό, που απείχαν από την Αφρικανική ακτή 10.000 στάδια, και ίσως να είναι οι Κανάριες νήσοι. Προς δυτικά λοιπόν, όπου η γλυκειά πνοή του Ζέφυρου βασιλεύει, στο τέρμα της Γης, αναζητείται το Ηλύσιο πεδίο και στα νησιά δυτικά της Αφρικής οι νήσοι των Μακάρων.

ΝΗΣΟΙ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ  

Φανταστικά νησιά κάπου στον Ωκεανό, όπου κατά τις δοξασίες των αρχαίων, ζούσαν οι ψυχές των ηρώων και των ενάρετων ανθρώπων, οι ευτυχισμένοι (οι μάκαρες), σε κατάσταση μακαριότητας, χωρίς θλίψεις και έγνοιες, σε περιβάλλον παραδεισένιας ομορφιάς.

Σύμφωνα με τις αρχαιότερες δοξασίες, ο Άδης ήταν τόπος θλίψης και απελπισίας. Αργότερα όμως η αντίληψη αυτή εξελίχθηκε και καθορίστηκε μια διάκριση, που σχετική της ένδειξη υπάρχει στην "Οδύσσεια". Ο Πρωτέας λέει στον Μενέλαο, "εσύ, επειδή από την Ελένη τη γυναίκα σου έγινες γαμπρός του Διός, δε θα πεθάνεις.. Αλλά οι θεοί θα σε στείλουν στα Ηλύσια Πεδία, στα σύνορα της Γης, εκεί που εδρεύει κι είναι άρχοντας ο ξανθός Ραδάμανθυς. Σ' αυτό το μέρος η ζωή είναι εύκολη για τους ανθρώπους. Εκεί δεν βρέχει, δεν χιονίζει, δεν κάνει κρύο, αλλά ο Ωκεανός σκορπάει τη δροσερή πνοή του Ζέφυρου". Ο Ησίοδος μιλάει για τα "Νησιά των Μακάρων", τοποθετώντας εκεί τους ήρωες που γεννήθηκαν από την τέταρτη γενιά των ανθρώπων. "μακριά από κάθε ανησυχία, κατοικούν εκεί, στα Νησιά των Μακάρων (των ευτυχισμένων), πέρα από τον Ωκεανό με τις βαθιές αβύσσους και τρεις φορές το χρόνο η εύφορη γη παράγει γι' αυτούς λαμπρούς καρπούς, γλυκύτατους".

Στην αρχή, τα Ηλύσια Πεδία και τα Νησιά των Μακάρων θεωρούνταν τόπος διαμονής μονάχα μερικών εκλεκτών, ειδικά ευνοούμενων από τους θεούς, που μερικοί συνδέονταν μ' αυτούς με δεσμούς συγγένειας. Όμως με την επίδραση των Ελευσινίων Μυστηρίων και του Ορφισμού, η είσοδος σ' αυτούς τους παραδεισιακούς τόπους ήταν ολοένα πλατύτερα ανοιχτή στους κοινούς θνητούς και τελικά θα γίνονταν δεκτοί εκεί όσοι είχαν ζήσει δίκαια και τίμια. Από τις πηγές που ξέρουμε μαθαίνουμε ότι τα Ηλύσια φιλοξενούσαν τον Μενέλαο, τον Κάδμο, τον Πηλέα, τον Διομήδη, τον Λύκο (που ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πλειάδας Κελαινώς) και τον Αχιλλέα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου