Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Η Γένεση του Αττικου Θεατρου και η Αθηναϊκη Δημοκρατια


Πραγ­μα­τευ­ό­με­νοι το θέ­μα του αρ­χαί­ου ατ­τι­κού θε­ά­τρου, εί­ναι α­νάγ­κη να με­τα­φερ­θού­με νο­ε­ρώς σε ε­κεί­νην την ε­πο­χή και να προ­σπα­θή­σου­με να το πα­ρα­τη­ρή­σου­με με το βλέμ­μα των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων και ό­χι το δι­κό μας. Δη­λα­δή να α­πο­στα­σι­ο­ποι­η­θού­με, ό­σο το δυ­να­τόν, α­πό την σύγ­χρο­νη ε­πο­χή και να λά­βου­με υ­π’ ό­ψη τις θρη­σκευ­τι­κές και κοι­νω­νι­κές αν­τι­λή­ψεις που εί­χαν οι αρ­χαί­οι μας πρό­γο­νοι.Γι' αυ­τό ας με­τα­φερ­θού­με νο­ε­ρώς στην αρ­χαί­α Α­θή­να του 6ου αι­ώ­να, α­φή­νον­τας πί­σω μας, ό­σο εί­ναι δυ­να­τό, το γνω­σι­ο­λο­γι­κό μας υ­πό­βα­θρο στο τρό­πο ερ­μη­νεί­ας των φυ­σι­κών φαι­νο­μέ­νων και αντικαθι­στών­τας το με τις θρη­σκευ­τι­κές και δει­σι­δαι­μο­νι­κές πε­ποι­θή­σεις των αρ­χαί­ων προ­γό­νων μας. Ας λά­βου­με υ­π’ ό­ψη μας προς στιγ­μήν, τις δι­α­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές αν­τι­λή­ψεις που εί­χαν εκείνοι θε­ω­ρών­τας α­πο­λύ­τως φυ­σι­ο­λο­γι­κή την κα­τά­στα­ση της δου­λεί­ας και της παν­τε­λούς α­που­σί­ας των γυ­ναι­κών α­πό τον δη­μό­σιο βί­ο.Έ­χον­τας, λοι­πόν, ε­φο­δια­στεί με αυ­τά τα μέ­σα πα­ρα­τη­ρή­σε­ως, ας ε­πι­χει­ρή­σου­με να κα­τα­δυ­θού­με 26 αι­ώ­νες βα­θύ­τε­ρα στην Ι­στο­ρί­α και να α­πο­πει­ρα­θού­με να ερευνήσου­με την ε­πί­δρα­ση που ά­σκη­σαν οι πο­λι­τεια­κοί θε­σμοί της α­θη­να­ϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας τό­σο στην γέ­νε­ση ό­σο και στην στα­δια­κή δι­α­μόρ­φω­ση του ατ­τι­κού θε­ά­τρου, προ­σπα­θών­τας να τε­κμη­ρι­ώ­σου­με την ά­πο­ψη ό­τι το αρ­χαί­ο θέ­α­τρο ή­ταν το α­λε­ξι­κέ­ραυ­νο της α­θη­να­ϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας.

Α. Γένεση του Αττικου Θεατρου & Αθηναϊκη Δημοκρατια

Η γέν­νη­ση της τρα­γω­δί­ας λαμ­βά­νει χώ­ρα σε τυ­ραν­νι­κό κα­θε­στώς. Ό­σο και αν αυ­τό φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο για έ­ναν κα­τ’ ε­ξο­χήν δη­μο­κρα­τι­κό θε­σμό, γί­νε­ται ί­σως πιο κα­τα­νο­η­τό α­πό το ό­τι την ε­πο­χή του Τυ­ράν­νου Πει­σι­στρά­του, στην Α­θή­να υ­πήρ­χε μί­α ι­σχυ­ρή λα­ο­πρό­βλη­τη ε­ξου­σί­α που αν­τι­μα­χό­ταν την α­ρι­στο­κρα­τί­α.Ο Πει­σί­στρα­τος, κα­τέ­λα­βε την ε­ξου­σί­α με την βο­ή­θεια του λα­ού. Αυ­τός λοι­πόν ο λα­ο­πρό­βλη­τος δι­κτά­τωρ, αν­τί να ε­ορ­τά­ζει κα­τ’ έ­τος την α­ναρ­ρί­χι­σή του στην ε­ξου­σί­α με στρα­τι­ω­τι­κές πα­ρε­λά­σεις, ό­πως οι ση­με­ρι­νοί, προ­τί­μη­σε να ει­σα­γά­γει την λα­τρεί­α του Δι­ο­νύ­σου στην πό­λη και να ορ­γα­νώ­νει λι­τα­νεί­ες του ξο­ά­νου του θε­ού αυ­τού με λαμ­πα­δη­φο­ρί­ες ε­φή­βων αλ­λά και ποι­η­τι­κούς α­γώ­νες.Γε­νι­κώς, η θρη­σκευ­τι­κή πο­λι­τι­κή ό­λων των Τυ­ράν­νων (των ο­ποί­ων η ι­σχύς «ή­το η α­γά­πη του λα­ού»), ή­ταν υ­πέρ του λα­ϊ­κού αυ­τού Θε­ού της ελ­λη­νι­κής υ­παί­θρου.Ο Πει­σί­στρα­τος, λοι­πόν, α­νέ­πτυ­ξε την λα­τρεί­α του Δι­ο­νύ­σου. Έ­κτι­σε να­ό στο ό­νο­μά του στους πρό­πο­δες της Α­κρο­πό­λε­ως και κα­θι­έ­ρω­σε προς τι­μήν του την ε­ορ­τή των Ά­στει Δι­ο­νυ­σί­ων. Αυ­τή η γι­ορ­τή έ­μελ­λε να ε­ξε­λι­χθεί σε γι­ορ­τή της τρα­γω­δί­ας.Με την εύ­στο­χη αυ­τή ε­πι­νό­η­σή του, πι­θα­νό­τα­τα υ­πέ­βα­λε στους δει­σι­δαί­μο­νες ο­φθαλ­μούς των συμ­πα­τρι­ω­τών του τον πα­ραλ­λη­λι­σμό του ι­δί­ου με τον Δι­ό­νυ­σο. Ό­μως, α­πλώς και μό­νον το γε­γο­νός ό­τι ο Δι­ό­νυ­σος ή­ταν ο θε­ός της ε­λευ­θε­ρί­ας, αυ­τός που α­φή­νει το λα­ό να εκ­φρα­σθεί ε­λεύ­θε­ρα, πα­ρέ­πεμ­πε υ­πο­συ­νει­δή­τως στον Πει­σί­στρα­το, που έ­δω­σε την δυ­να­τό­τη­τα στον λα­ό να υ­ψώ­σει το α­νά­στη­μά του α­πέ­ναν­τι στους ευ­γε­νείς.

Τα Με­γά­λα Δι­ο­νύ­σια, θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ό­τι ή­ταν η ε­ορ­τή του λα­ού και η λι­τά­νευ­ση του ξο­ά­νου, η λαμ­πα­δη­δρο­μί­α και οι ποι­η­τι­κοί α­γώ­νες, ή­ταν κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο η συμ­βο­λι­κή α­να­νέ­ω­ση της εμ­πι­στο­σύ­νης του λα­ού στον η­γέ­τη του. Γι' αυ­τό, η ε­ορ­τή αυ­τή, φαί­νε­ται μεν ως θρη­σκευ­τι­κή, εί­χε ό­μως έν­το­νη πο­λι­τι­κή ση­μα­σί­α. Δεν εί­ναι τυ­χαί­ο το ό­τι μέ­σα στα πλαί­σια της ε­ορ­τής των Με­γά­λων Δι­ο­νυ­σί­ων, γεν­νι­έ­ται το δρά­μα με πο­λι­τεια­κή πρά­ξη. Πράγ­μα­τι, η «λη­ξι­αρ­χι­κή πρά­ξη γεν­νή­σε­ως» της τρα­γω­δί­ας το­πο­θε­τεί­ται με­τα­ξύ του 536-533, ό­ταν κυ­βερ­νού­σε την Α­θή­να ο Πει­σί­στρα­τος. Τό­τε ο Θέ­σπις α­νέ­λα­βε για πρώ­τη φο­ρά (με εν­το­λή της πο­λι­τεί­ας) την πα­ρα­γω­γή μια τρα­γω­δί­ας για να πα­ρου­σια­σθεί κα­τά την ε­ορ­τή των με­γά­λων Δι­ο­νυ­σί­ων.Γι' αυ­τόν τον λό­γο, αν και οι τρα­γω­δί­ες δι­δά­σκον­ταν πάν­το­τε κα­τά την διά­ρκεια θρη­σκευ­τι­κών τε­λε­τών, α­πό πο­λύ νω­ρίς ο κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κός και η­θι­κός χα­ρα­κτή­ρας του εί­δους υ­περ­τε­ρεί του θρη­σκευ­τι­κού.Ο Πει­σί­στρα­τος, με αυ­τήν την έ­ξυ­πνη πο­λι­τι­κή κί­νη­ση, κα­τόρ­θω­σε να χα­ρί­σει στην Α­θή­να έ­ναν μη­χα­νι­σμό ε­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως του δι­και­ώ­μα­τος του λα­ού να εκ­φρά­ζε­ται και ταυ­το­χρό­νως ε­ξου­δε­τε­ρώ­σε­ως των εν­τά­σε­ων της κοι­νω­νί­ας. Α­σφα­λώς ή­ταν και οι κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες ευ­νο­ϊ­κές ώ­στε να ευ­δο­κι­μή­σει αυ­τός ο νέ­ος θε­σμός. O Πει­σί­στρα­τος φύ­τευ­σε, αλ­λά και το έ­δα­φος ή­ταν ευ­νο­ϊ­κό, ώ­στε να δε­χθεί τον σπό­ρο του δρά­μα­τος και να καρ­πο­φο­ρή­σει. Η τρα­γω­δί­α γεν­νή­θη­κε με ε­πί­ση­μη α­πό­φα­ση του α­θη­να­ϊ­κού κρά­τους. Α­πό ε­κεί και πέ­ρα η πο­ρεί­α της εί­ναι ευ­θέ­ως α­νά­λο­γη με αυ­τήν με την α­νά­πτυ­ξη της δρά­σε­ως του πο­λί­τη. Ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο λάμ­βα­νε ο λα­ός στην πο­λι­τι­κή ζω­ή, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη άν­θη­ση γνώ­ρι­ζε το θέ­α­τρο.Και οι Α­θη­ναί­οι δέ­χθη­καν τον νέ­ο θε­σμό με ι­δι­αί­τε­ρη εγ­καρ­δι­ό­τη­τα, ώ­στε η συμ­με­το­χή τους στα θε­α­τρι­κά δρώ­με­να ή­ταν έ­να κα­θή­κον τη­ρού­με­νο στην κυ­ρι­ο­λε­ξί­α με θρη­σκευ­τι­κή ευ­λά­βεια..

Β. Α­θη­να­ϊ­κη Δη­μο­κρα­τια & Δι­α­μορ­φω­ση Ατ­τι­κού Θε­α­τρου

Ό­πως εί­δα­με, η κοι­νω­νι­κή σύγ­κρου­ση λα­ού - α­ρι­στο­κρα­τί­ας στην αρ­χαί­α Α­θή­να ο­δή­γη­σε στην ά­νο­δο του Πει­σι­στρά­του στην ε­ξου­σί­α και στην συ­νέ­χεια την υ­π’ αυ­τού, με πο­λι­τεια­κή πρά­ξη, α­νά­θε­ση δη­μι­ουρ­γί­ας της πρώ­της τρα­γω­δί­ας. Η κοι­νω­νι­κή σύγ­κρου­ση ε­ξα­κο­λού­θη­σε να υ­πάρ­χει και η πο­ρεί­α προς την δη­μο­κρα­τί­α έ­κα­νε εν­το­νώ­τε­ρη την α­ναγ­και­ό­τη­τα να υ­πο­στη­ρι­χθεί η πλευ­ρά του λα­ού στην σύγ­κρου­ση αυ­τή και να υ­φί­στα­ται το θέ­α­τρο ως μη­χα­νι­σμός ε­λεγ­χό­με­νης ε­κτο­νώ­σε­ως των κοι­νω­νι­κών εν­τά­σε­ων. Η Α­θή­να το χρει­α­ζό­ταν, το δη­μι­ούρ­γη­σε, το ε­πι­δο­τού­σε με τον θε­σμό των χο­ρη­γι­ών και κα­τεύ­θυ­νε την πο­ρεί­α του ρυθ­μί­ζον­τας ά­νω­θεν τις λε­πτο­μέ­ρεις της λει­τουρ­γί­ας του: τον χρό­νο τε­λέ­σε­ως των πα­ρα­στά­σε­ων, την πάν­δη­μη συμ­με­το­χή του λαού σ’ αυ­τό, την ε­πι­λο­γή των θε­μά­των κ.λπ.. Η πό­λις α­να­γνώ­ρι­ζε το με­γά­λο μέ­γε­θος της ι­σχύ­ος του ατ­τι­κού θε­ά­τρου και για την α­πο­σό­βη­ση ε­πι­κίν­δυ­νων πα­ρε­κτρο­πών δη­μι­ούρ­γη­σε έ­να «δί­κτυ α­σφα­λεί­ας». Η τρο­χιά της α­κμής του ατ­τι­κού θε­ά­τρου δι­α­γρά­φε­ται πα­ράλ­λη­λα με αυ­τήν της δη­μο­κρα­τί­ας. Αλ­λά ας ε­ξε­τά­σου­με τα προ­η­γού­με­να α­να­λυ­τι­κώ­τε­ρα.


Η α­θη­να­ϊ­κή κοι­νω­νί­α, στην πο­ρεί­α προς την δη­μο­κρα­τί­α βι­ώ­νει έν­το­νες αν­τι­θέ­σεις. Οι πο­λί­τες συ­νει­δη­το­ποι­ούν την ταυ­τό­τη­τά τους και τις υ­πο­χρε­ώ­σεις τους. Προ­κύ­πτουν προ­βλή­μα­τα και ε­ρω­τή­μα­τα που πρέ­πει να α­παν­τη­θούν.Τί εί­ναι ο άν­θρω­πος;Τί εί­ναι δί­και­ο; Ως πού φθά­νουν τα δι­και­ώ­μα­τα της πό­λε­ως; Αυ­τά και άλ­λα πα­ρό­μοι­α ε­ρω­τή­μα­τα α­πο­πει­ρά­ται να α­παν­τή­σει αλ­λά και α­να­πα­ρι­στά η τρα­γω­δί­α.Γε­νι­κώς πραγ­μα­τευ­ό­ταν θέ­μα­τα που ή­ταν δύ­σκο­λο, ή δεν έ­πρε­πε να συ­ζη­τη­θούν στην Εκ­κλη­σί­α του δή­μου και μέ­σω του μύ­θου εκ­φρα­ζό­ταν κά­θε φο­ρά αυ­τό που α­πα­σχο­λού­σε τους πο­λί­τες ως πο­λί­τες.Η ρή­ξη που δη­μι­ουρ­γού­σε η δη­μο­κρα­τί­α με την θε­ϊ­κά ο­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη τά­ξη, οι η­θι­κές α­να­στο­λές, αμ­φι­βο­λί­ες και α­να­σφά­λει­ες των πο­λι­τών, το δι­καί­ω­μα της πό­λε­ως να ε­πεμ­βαί­νει στις ι­δι­ω­τι­κές υ­πο­θέ­σεις των πο­λι­τών, ή­ταν κά­ποι­α α­πό αυ­τά. Το δρά­μα συν­δέ­ε­ται έ­τσι και με το δί­και­ο. Κα­θώς η ι­σο­νο­μί­α εί­ναι έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της Δη­μο­κρα­τί­ας, οι έν­νοι­ες της δι­και­ο­σύ­νης α­πα­σχο­λούν την α­θη­να­ϊ­κή κοι­νω­νί­α. Οι Α­θη­ναί­οι πο­λί­τες, άλ­λω­στε με­τέ­χουν στα δι­κα­στι­κά σώ­μα­τα που θε­σπί­ζει το δη­μο­κρα­τι­κό πο­λί­τευ­μα. Εί­ναι λοι­πόν α­να­με­νό­με­νο, η δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση να αν­τλεί υ­λι­κό και α­πό αυ­τόν τον το­μέ­α. Χρη­σι­μο­ποι­εί τε­χνι­κό νο­μι­κό λε­ξι­λό­γιο και εκ­φρά­ζει την σύγ­κρου­ση της θρη­σκευ­τι­κής πα­ρα­δό­σε­ως με το δί­και­ο της πό­λε­ως. Βέ­βαι­α η τρα­γω­δί­α δεν εί­ναι μί­α δι­κα­στι­κή δι­α­μά­χη. Έ­χει ό­μως ως αν­τι­κεί­με­νό της τον άν­θρω­πο που συ­χνά βι­ώ­νει αυ­τήν την σύγ­κρου­ση που προ­α­να­φέ­ρα­με.


Στην τρα­γω­δί­α έ­χου­με τον χο­ρό α­φ' ε­νός και τον τρα­γι­κό ή­ρω­α α­φ’ ε­τέ­ρου. Ο χο­ρός εί­ναι έ­να συλ­λο­γι­κό όρ­γα­νο. Α­πο­τε­λεί­ται α­πό μί­α ο­μά­δα πο­λι­τών και εί­ναι ο α­νώ­νυ­μος εκ­φρα­στής των συ­ναι­σθη­μά­των και των α­νη­συ­χι­ών των πο­λι­τών-θε­α­τών. Ο τρα­γι­κός ή­ρω­ας εί­ναι ο ε­πώ­νυ­μος εκ­πρό­σω­πος του μυ­θο­λο­γι­κού κό­σμου. Δι­α­κρί­νε­ται η πο­λι­κό­τη­τα του μα­κρι­νού πα­ρελ­θόν­τος της η­ρω­ι­κής πα­ρα­δό­σε­ως με την τά­ξη της πό­λε­ως. Η τρα­γω­δί­α ή­ταν –συ­νε­πώς- ο χώ­ρος όπου η δη­μο­κρα­τί­α έ­δι­νε δι­έ­ξο­δο με ε­λεγ­χό­με­νο τρό­πο στην πραγ­μά­τευ­ση ε­πι­κιν­δύ­νων θε­μά­των και συγ­κρού­σε­ων προς ό­φε­λός της. Για τον λό­γο αυ­τό φρόν­τι­σε να δι­α­θέ­τει κά­ποι­α α­ναγ­καί­α για την δη­μο­κρα­τί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ό­πως: η πάν­δη­μη συμ­με­το­χή, η ε­νερ­γός δρά­ση, ο τό­πος συγ­κεν­τρώ­σε­ως, ο προ­βλη­μα­τι­σμός για την πό­λη, ο προ­φο­ρι­κός λό­γος. Μέ­σω αυ­τής, η πό­λη καλ­λι­ερ­γού­σε αυ­τό που ο­νο­μά­σθη­κε «χα­λι­να­γω­γη­μέ­νη μέ­θη της ε­ορ­τής.». Για να εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή η ε­πί­δρα­ση του θε­ά­τρου η πό­λη φρόν­τι­σε να να ε­ξα­σφα­λί­ση την πάν­δη­μη συμ­με­το­χή των πο­λι­τών. Ό­λος ο λα­ός ή­ταν προ­σκε­κλη­μέ­νος να πα­ρα­κο­λου­θή­σει τις πα­ρα­στά­σεις. Το κρά­τος ε­πι­δο­τού­σε την πα­ρα­κο­λού­θη­ση των πα­ρα­στά­σε­ων. Την ε­πο­χή του Πε­ρι­κλή οι φτω­χοί πο­λί­τες, για να δι­ευ­κο­λυν­θούν να προ­σέλ­θουν στις πα­ρα­στά­σεις λάμ­βα­ναν έ­να μι­κρό χρη­μα­τι­κό βο­ή­θη­μα.


Η πάν­δη­μη συμ­με­το­χή ή­ταν έ­να α­κό­μα ι­δι­αί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του ατ­τι­κού θε­ά­τρου. Για να ε­πι­τευ­χθεί αυ­τό, ή­ταν σκό­πι­μο να ε­πι­λε­γεί προ­σε­κτι­κά ο χρό­νος τε­λέ­σε­ως των πα­ρα­στά­σε­ων. Δρα­μα­τι­κοί α­γώ­νες δι­ε­ξά­γον­ταν σε δύ­ο ε­ορ­τές του Δι­ο­νύ­σου. Τα Λή­ναι­α (τέ­λη Ι­α­νου­α­ρί­ου) και τα Με­γά­λα Δι­ο­νύ­σια (τέ­λη Μαρ­τί­ου). Δι­α­πι­στώ­νου­με ό­τι ο χρό­νος τε­λέ­σε­ως των θε­α­τρι­κών πα­ρα­στά­σε­ων –οι ο­ποί­ες ή­ταν υ­παί­θρι­ες- δεν ή­ταν ο ι­δα­νι­κό­τε­ρος α­πό α­πό­ψε­ως και­ρι­κών συν­θη­κών. Ό­μως ε­ξυ­πη­ρε­τού­σε την πάν­δη­μη συμ­με­το­χή. Κα­τά τη χει­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο μέ­χρι την αρ­χή της Α­νοί­ξε­ως, οι α­γρο­τι­κές α­σχο­λί­ες εί­ναι ε­λά­χι­στες, οι πό­λε­μοι και η ναυ­σι­πλο­ΐ­α παύ­ουν. Συ­νε­πώς ο ε­λεύ­θε­ρος χρό­νος των πο­λι­τών ή­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρος και μπο­ρού­σαν ά­νε­τα να συμ­με­τά­σχουν τό­σο στις προ­ε­τοι­μα­σί­ες και δο­κι­μές των πα­ρα­στά­σε­ων, ό­σο και στις ί­δι­ες τις ε­ορ­τές. Με­τα­ξύ, ό­μως, των έρ­γων που δι­δά­σκον­ταν σε κα­θε­μιά α­πό τις ε­ορ­τές υ­πήρ­χε μί­α δι­α­φο­ρά. Στα Λή­ναι­α οι δυ­σμε­νείς και­ρι­κές συν­θή­κες κα­θι­στού­σαν α­δύ­να­τη την πα­ρου­σί­α ξέ­νων ε­πι­σκε­πτών. Ο το­πι­κός χα­ρα­κτή­ρας της ε­ορ­τής ε­πέ­τρε­πε στους Α­θη­ναί­ους να ε­πι­δο­θούν στην αυ­το­κρι­τι­κή της κοι­νω­νί­ας τους α­πο­λαμ­βά­νον­τας τις κω­μω­δί­ες. Στα Με­γά­λα Δι­ο­νύ­σια, η ε­πα­νέ­ναρ­ξη της ναυ­σι­πλο­ΐ­ας ε­πέ­τρε­πε την πα­ρου­σί­α ξέ­νων. Έμ­πο­ροι, πε­ρι­η­γη­τές κα­θώς και οι αν­τι­πρό­σω­ποι των «συμ­μά­χων» οι ο­ποί­οι έ­φερ­ναν την ει­σφο­ρά, δη­μι­ουρ­γού­σαν έ­να πε­ρι­βάλ­λον κα­τάλ­λη­λο για την προ­βο­λή του με­γα­λεί­ου και του πλού­του των Α­θη­νών, μέ­σω των πα­ρα­στά­σε­ων των τρα­γω­δι­ών.

Ο προ­βλη­μα­τι­σμός για την πό­λη καλ­λι­ερ­γό­ταν με την ε­πι­λο­γή των κα­ταλ­λή­λων θε­μά­των για τις πα­ρα­στά­σεις. Οι τρα­γω­δι­ο­γρά­φοι ή­ταν πο­λί­τες που α­πευ­θύ­νον­ταν σε πο­λί­τες. Γι' αυ­τό ε­πι­ζη­τού­σαν να προ­σελ­κύ­σουν το εν­δι­α­φέ­ρον των τε­λευ­ταί­ων με τα θέ­μα­τα που ε­πέ­λε­γαν.Τα με­γά­λα προ­βλή­μα­τα της α­θη­να­ϊ­κής κοι­νω­νί­ας ό­πως του πο­λέ­μου και της ει­ρή­νης ή της δι­και­ο­σύ­νης και της φι­λο­πα­τρί­ας κα­τέ­χουν ση­μαν­τι­κή θέ­ση στην θε­μα­το­λο­γί­α των τρα­γω­δι­ών.Η τρα­γω­δί­α καλ­λι­ερ­γού­σε α­κό­μη την ε­νερ­γό δρά­ση των πο­λι­τών. Οι άρ­χον­τες και οι πο­λί­τες της α­θη­να­ϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας με­τέ­χουν ε­νερ­γά στα πο­λι­τι­κά, νο­μο­θε­τι­κά και δι­κα­στι­κά όρ­γα­να της πό­λης, αλ­λά ταυ­το­χρό­νως και στην ορ­γά­νω­ση των δρα­μα­τι­κών πα­ρα­στά­σε­ων με ποι­κί­λους τρό­πους.Οι Α­θη­ναί­οι πο­λί­τες συμ­με­τέ­χουν στην Βου­λή των Πεν­τα­κο­σί­ων και στην Εκ­κλη­σί­α του Δή­μου, αλ­λά ταυ­το­χρό­νως α­σκούν­ται στην αν­τι­πα­ρά­θε­ση των ι­δε­ών την συλ­λο­γι­κό­τη­τα, τον δι­ά­λο­γο και την ε­πι­κοι­νω­νί­α, με­τέ­χον­τας ή πα­ρα­κο­λου­θών­τας τις πα­ρα­στά­σεις του αρ­χαί­ου θε­ά­τρου.Οι Α­θη­ναί­οι συμ­με­τεί­χαν στους δρα­μα­τι­κούς α­γώ­νες εί­τε ως θε­α­τές, εί­τε ως κρι­τές, εί­τε ως μέ­λη του χο­ρού. Ο ποι­η­τής με­τεί­χε στις πο­λι­τι­κές και ι­δε­ο­λο­γι­κές ζυ­μώ­σεις της πό­λε­ως, ή­ταν ε­νερ­γός πο­λί­της. Η συμ­με­το­χή του στους δρα­μα­τι­κούς α­γώ­νες σχε­τι­ζό­ταν ά­με­σα με την κρα­τι­κή ε­ξου­σί­α (λό­γω της δι­α­δι­κα­σί­ας ε­πι­λο­γής των ποι­η­τών α­πό τους άρ­χον­τες) και με τους πο­λί­τες, οι ο­ποί­οι ή­ταν ταυ­το­χρό­νως και οι θε­α­τές των έρ­γων του.Δεν εί­ναι τυ­χαί­ο το ό­τι για τις πα­ρα­στά­σεις οι Α­θη­ναί­οι χρη­σι­μο­πο­ού­σαν τον ό­ρο «δι­δα­σκα­λί­α». Οι πα­ρα­στά­σεις «ε­δι­δά­σκον­το», δι­ό­τι εί­χαν εκ­παι­δευ­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα.

Οι πο­λί­τες εκ­παι­δεύ­ον­ταν στην χρή­ση του προ­φο­ρι­κού λό­γου, σε ε­λεγ­χό­με­νο χώ­ρο, ό­πως οι στρα­τι­ώ­τες εκ­παι­δεύ­ον­ται για την μά­χη στα πε­δί­α των α­σκή­σε­ων. Αυ­τό ή­ταν ση­μαν­τι­κό, δι­ό­τι ο προ­φο­ρι­κός λό­γος την ε­πο­χή ε­κεί­νη χρη­σι­μο­ποι­εί­ται στην πο­λι­τι­κή, στην ρη­το­ρεί­α, την ποί­η­ση. Γί­νε­ται μέ­σο ψυ­χα­γω­γί­ας, προ­βλη­μα­τι­σμού και πει­θούς. Ο δρα­μα­τι­κός λό­γος, εί­ναι προ­φο­ρι­κός (γρά­φη­κε για να α­παγ­γελ­θεί) και έ­τσι συν­δέ­ε­ται με την πα­ρά­δο­ση, δι­ό­τι α­φο­μοι­ώ­νει τον ε­πι­κό, ρη­το­ρι­κό και λυ­ρι­κό λό­γο.Ό­ταν α­να­φε­ρό­μα­στε σε «ε­λεγ­χό­με­νο χώ­ρο», τού­το εν­νοού­με κα­τά τον τρό­πο, ό­χι κα­τά τον τό­πο, ο ο­ποί­ος αρ­χι­κά δεν ή­ταν ι­δι­αί­τε­ρος. Η α­γο­ρά ή­ταν ο αρ­χι­κός χώ­ρος θε­ά­τρου. Με αυ­τήν την έν­νοι­α του «ε­λε­χό­με­νου χώ­ρου» το θέ­α­τρο λει­τουρ­γού­σε ως έ­να εί­δος «α­λε­ξι­κέ­ραυ­νου» της α­θη­να­ϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Στον χώ­ρο αυ­τό η κοι­νω­νί­α μπο­ρού­σε με α­σφά­λεια να προ­βλη­μα­τί­ζε­ται πά­νω στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Να ε­πα­νο­το­πο­θε­τεί το και­νού­ριο στο πλαί­σιο του πα­λαι­ού, «να κρα­τά σε ε­γρή­γορ­ση πα­λι­ές αμ­φι­βο­λί­ες και σκο­τει­νές πλευ­ρές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας» και να τις ει­σα­γά­γει «με νέ­α μορ­φή στον νέ­ο κό­σμο».Οι θε­α­τρι­κοί α­γώ­νες ή­ταν εν­τε­ταγ­μέ­νοι μέ­σα στα πλαί­σια ε­ορ­τών που λει­τουρ­γού­σαν α­να­κου­φι­στι­κά «αί­ρον­τας την τά­ξη και την πει­θαρ­χί­α της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και συγ­χρό­νως δι­ευ­κο­λύ­νον­τας την πε­ραι­τέ­ρω λει­τουρ­γί­α της».Η ε­λευ­θε­ρο­στο­μί­α τό­σο της κω­μω­δί­α ό­σο και της τρα­γω­δί­ας (αν και σε μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό), ε­ξυ­πη­ρε­τού­σε αυ­τήν την λει­τουρ­γί­α. Στην κω­μω­δί­α μά­λι­στα, η τά­ση της ε­πι­θε­τι­κό­τη­τας ε­ξου­δε­τε­ρο­νό­ταν μέ­σα στο γέ­λιο.Με­τά το πέ­ρας των πα­ρα­στά­σε­ων, στο τέ­λος των Δι­ο­νυ­σί­ων, δι­δό­ταν η ευ­και­ρί­α στον δή­μο να συ­ζη­τή­σει την πο­ρεί­α της ε­ορ­τής και να α­κου­στούν πα­ρά­πο­να.Και αυ­τή η δι­α­δι­κα­σί­α λει­τουρ­γού­σε ε­κτο­νω­τι­κά.

Τό­ση με­γά­λη ή­ταν η ε­πιρ­ρο­ή που έ­φθα­σε να α­σκεί στην κοι­νω­νί­α η δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση, ώ­στε ο Πλά­των στην Πο­λι­τεί­α του να ει­ση­γεί­ται την ε­ξο­ρί­α των δρα­μα­τουρ­γών –ό­πως και των άλ­λων ποι­η­τών- α­πό την ι­δε­ώ­δη πο­λι­τεί­α του.Α­κρι­βώς, για τον έ­λεγ­χο αυ­τής της ι­σχύ­ος, και προς α­πο­τρο­πήν πα­ρε­κτρο­πών, δη­μι­ουρ­γή­θη­καν οι ε­λεγ­χό­με­νες συν­θή­κες που θα πα­ρο­μοι­ά­σου­με με «δί­κτυ α­σφα­λεί­ας».
Πρώ­το στοι­χεί­ο ε­λέγ­χου ή­ταν ό­τι οι πα­ρα­στά­σεις ή­ταν εν­τε­ταγ­μέ­νες μέ­σα στα πλαί­σια θρη­σκευ­τι­κών ε­ορ­τών. Το θέ­α­τρο ή­ταν για τους αρ­χαί­ους ι­ε­ρός χώ­ρος. Πλη­σιά­ζει αρ­κε­τά την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η πα­ρο­μοί­ω­ση της δι­δα­σκα­λί­ας των τρα­γω­δι­ών με την πα­ρα­κο­λού­θη­ση «μιας θρη­σκευ­τι­κής τε­λε­τής σε έ­ναν κα­τά­με­στο α­πό κό­σμο κα­θε­δρι­κό να­ό του με­σαί­ω­να».

Έ­να α­κό­μη ή­ταν η ε­πι­τη­δευ­μέ­νη έκ­φρα­ση του λό­γου, αλ­λά και η εμ­φά­νι­ση των υ­πο­κρι­τών και του χο­ρού των πα­ρα­στά­σε­ων. Η χρή­ση προ­σω­πεί­ων και τε­λεί­ως δι­α­φο­ρο­ποι­ημέ­νων α­πό τα κα­θη­με­ρι­νά εν­δυ­μά­των δη­μι­ουρ­γούσε μί­α α­πό­στα­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που ή­ταν που α­πέ­τρε­πε την α­π’ ευ­θεί­ας δι­α­σύν­δε­ση των δι­α­δρα­μα­τι­ζο­μέ­νων συγ­κρού­σε­ων με την κα­θη­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Το ί­διο και η μυ­θι­κή θε­μα­το­λο­γί­α. Οι τρα­γω­δι­ο­γρά­φοι δη­μι­ουρ­γούν τους μύ­θους τους αν­τλών­τας υ­λι­κό α­πό την ή­δη υ­πάρ­χου­σα μυ­θο­λο­γι­κή πα­ρά­δο­ση.Με αυ­τόν το τρό­πο τα προ­βλή­μα­τα που πραγ­μα­τεύ­ον­ταν το ε­ξό­ρι­ζαν στο μυ­θι­κό πα­ρελ­θόν, προ­κει­μέ­νου να δι­α­σφα­λι­σθή το status quo. Α­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του έρ­γου Μι­λή­του Ά­λω­σις του Φρυ­νί­χου. Εί­ναι μί­α πα­ρέκ­κλι­ση α­πό αυ­τήν την αρ­χή. Ο ποι­η­τής αν­τί να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει μυ­θο­λο­γι­κό υ­λι­κό για την υ­πό­θε­ση του δρά­μα­τός του, έ­λα­βε το θέ­μα του α­πό σύγ­χρο­νη ι­στο­ρί­α. Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν να τι­μω­ρη­θεί και να α­πα­γο­ρευ­θεί το έρ­γο του δι­ό­τι υ­πεν­θύ­μι­σε στους Α­θη­ναί­ους «οι­κεί­α κα­κά». Ή­ταν το πρώ­το μέ­τρο ε­πι­βο­λής λο­γο­κρι­σί­ας στην Ι­στο­ρί­α. Δεν θα πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί συμ­πτω­μα­τι­κό το ό­τι η άν­θη­ση της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής τρα­γω­δί­ας που δι­ήρ­κε­σε συ­νο­λι­κά ο­γδόν­τα χρό­νια, ταυ­τί­ζε­ται με την πε­ρί­ο­δο μιας πο­λι­τι­κής αν­θή­σε­ως της αρ­χαί­ας Α­θή­νας. Αν και η πρώ­τη τρα­γω­δί­α εμ­φα­νί­ζε­ται την ε­πο­χή του Πει­σι­στρά­του το 534 π.Χ., η πρώ­τη που δι­α­σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα (ε­πει­δή κρί­θη­κε ως α­ξι­ό­λο­γη ή­δη α­πό την ε­πο­χή ε­κεί­νη) εί­ναι η τρα­γω­δί­α Πέρ­σαι του Αι­σχύ­λου, έρ­γο που το­πο­θε­τεί­ται στο 472 π.Χ., δη­λα­δή λί­γα χρό­νια με­τά την με­γά­λη νί­κη των Α­θη­ναί­ων κα­τά των Περ­σών (το 480 π.Χ.).Στη συ­νέ­χεια η δρα­μα­τι­κή ποί­η­ση α­κμά­ζει πα­ράλ­λη­λα με την δη­μο­κρα­τί­α, μέ­χρι το τέ­λος του 5ου αι­ώ­νος, ο­πό­τε «η ζω­ή της ί­διας της τρα­γω­δί­ας στα­μά­τη­σε την στιγ­μή α­κρι­βώς που χα­νό­ταν το με­γα­λεί­ο της Α­θή­νας».

Ε­πιλο­γος

Κα­θώς δι­α­μορ­φώ­νον­ταν οι πο­λι­τεια­κοί θε­σμοί της α­θη­να­ϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε η α­νάγ­κη για την α­πο­φόρ­τι­ση των συ­νει­δη­σια­κών και ι­δε­ο­λο­γι­κών συγ­κρού­σε­ων που δη­μι­ουρ­γούν­ταν στην κοι­νω­νί­α α­πό αυ­τήν την δυ­να­μι­κή. Ο χώ­ρος που γι­νό­ταν αυ­τή η ε­λεγ­χό­με­νη κοι­νω­νι­κή α­πο­φόρ­τι­ση ή­ταν το ατ­τι­κό θέ­α­τρο. Στον χώ­ρο αυ­τό μπο­ρού­σαν και οι ί­διοι οι θε­σμοί να υ­πο­στούν την αυ­το­κρι­τι­κή τους, αλ­λά πάν­το­τε με την πα­ρου­σί­α ε­νός «δι­κτύ­ου α­σφα­λεί­ας» που α­πέ­τρε­πε δυ­σά­ρε­στες ε­ξε­λί­ξεις.  Το θέ­α­τρο εμ­φα­νί­ζε­ται στην Ατ­τι­κή ως έ­νας ι­δι­ό­τυ­πος τρό­πος λα­τρεί­ας ε­νός α­γρί­ου θε­ού, του Δι­ο­νύ­σου. Γι’ αυ­τό και εί­χε ε­ξω­πραγ­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Οι αρ­χαί­οι τρα­γω­δοί με τους ε­πι­τη­δευ­μέ­νους τρό­πους εκ­φρά­σε­ως, τις προ­σω­πί­δες, τα σκη­νι­κά και τις εν­τυ­πω­σια­κές εν­δυ­μα­σί­ες, δη­μι­ουρ­γού­σαν στους θε­α­τές την εν­τύ­πω­ση ό­τι τα δι­α­δρα­μα­τι­ζό­με­να ή­ταν α­λη­θο­φα­νή μεν, αλ­λά ό­χι α­λη­θι­νά. Η άν­τλη­ση της θε­μα­το­λο­γί­ας α­πό την μυ­θο­λο­γί­α τό­νι­ζε α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τον χα­ρα­κτή­ρα του ε­ξω­πραγ­μα­τι­κού. Α­κό­μη και το γε­γο­νός ό­τι ό­λες αυ­τές οι δυ­σά­ρε­στες κα­τα­στά­σεις, τα δρά­μα­τα, δια-δρα­μα­τί­ζον­ται εν­τός των πλαι­σί­ων της οι­κο­γε­νεί­ας, α­νή­κουν δη­λα­δή στην σφαί­ρα του ι­δι­ω­τι­κού και ό­χι του δη­μο­σί­ου βί­ου, δη­μι­ουρ­γεί το νο­η­τό δί­κτυ α­σφα­λεί­ας ώ­στε οι ό­ποι­ες κρι­τι­κές να α­να­πτυ­χθούν ε­λεύ­θε­ρα και να ε­κτο­νω­θούν δί­χως να δη­μι­ουρ­γεί­ται έ­ναυ­σμα για κοι­νω­νι­κές ε­κρή­ξεις. Μέ­σα στο α­σφα­λές πε­ρι­βάλ­λον που δη­μι­ουρ­γού­σε αυ­τή η α­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση, μπο­ρού­σε να α­να­πτυ­χθεί ο ε­λεύ­θε­ρος δι­ά­λο­γος και η κρι­τι­κή σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα της κοι­νω­νι­κής και πο­λι­τι­κής ζω­ής της δη­μο­κρα­τι­κής Α­θή­νας. Δεν θα α­πεί­χε –λοι­πόν- κα­νείς πο­λύ α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αν χα­ρα­κτή­ρι­ζε το ατ­τι­κό θέ­α­τρο ως το α­λε­ξι­κέ­ραυ­νο της α­θη­να­ϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου